- αλφαδιά
- ητο μέτρημα μιας επιφάνειας με το αλφάδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλφαδιά — η [αλφάδι] 1. η ευθύτητα και (συνήθως η οριζοντιότητα) μιας επιφάνειας 2. η οριζόντια ευθυγράμμιση τών κορυφών ή τών επιφανειών διαφόρων αντικειμένων … Dictionary of Greek
αλφάδι — το (Μ ἀλφάδιον) γενική ονομασία οργάνων με τα οποία ελέγχουμε την οριζοντιότητα μιας επίπεδης επιφάνειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφα + υποκορ. κατάλ. άδι* η ονομασία τού οργάνου οφείλεται στο σχήμα του. ΠΑΡ. νεοελλ. αλφαδάκι, αλφαδιά, αλφαδιάζω] … Dictionary of Greek